ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ, ΈΔΩΣΕ ΤΟ "ΠΑΡΩΝ" ΤΟΥ...
_____________________________________________________________

Προς το παρόν, έδωσε το "παρών" του...

 

Της Δανάης Γεωργιάδου*

 

Συχνά χρησιμοποιούμε λέξεις ή φράσεις, άλλες της Νέας Ελληνικής και άλλες τις Αρχαίας, τις οποίες γνωρίζουμε κυρίως εξ ακοής. Γι’ αυτό ίσως να μην είμαστε σίγουροι για την ορθογραφία τους ή, πολύ περισσότερο, ίσως να μην έχουμε ακριβή ακουστική εικόνα αλλά να τις θυμόμαστε πώς έχουν περίπου.

Συχνά χρησιμοποιούμε τη λέξη ζῆν σε φράσεις όπως: βγάζω τα προς το ζην / όλοι επιδιώκουμε το ευ ζην κτλ. Η λέξη γράφεται με -η- και όχι -ει-, όπως κακώς τη βλέπουμε συχνά. Πρόκειται για το απαρέμφατο του ρήματος ζήω-ῶ της Αρχαίας. Το ρήμα κλίνεται όπως τα συνηρημένα σε -άω (ἀγαπῶ, ἀγαπᾷς, ἀγαπᾷ), αλλά αντί για -α- έχει -η- (ζῶ, ζῇς, ζῇ). Στη Νέα Ελληνική το ρήμα κλίνεται, όπως όλα τα ρήματα, με ει (ζω, ζεις, ζει), όμως ο τύπος ζῆν, επειδή είναι απαρέμφατο, δεν υπάρχει σήμερα. Γι’ αυτό και όταν τον χρησιμοποιούμε στη δημοτική, πρέπει να τον γράφουμε όπως γραφόταν παλιά (ζῆν).

Χαίρετε, λέμε όταν συναντούμε κάποιους / κάποιον. Η λέξη λήγει σε -ε, γιατί ευχόμαστε «εσείς να χαίρεστε / εσύ να χαίρεσαι» (μέση φωνή) ή «εσείς να χαίρετε / εσύ να χαίρεις» (ενεργητική φωνή) (πρόκειται για προτρεπτική υποτακτική). Η γραφή χαίρεται είναι εσφαλμένη και δεν ταιριάζει με το νόημα που της δίνουμε, διότι ο τύπος αυτός είναι το γ’ πρόσωπο ενικού της οριστικής και σημαίνει απλώς ότι «αυτός χαίρεται». Στον ενικό θα λέγαμε χαίρε.

Έδωσε το «παρών» του στην εκδήλωση, λέμε για κάποιον που παρευρέθη κάπου, και η λέξη παρών γράφεται με -ω- και όχι -ο-. Η λέξη παρών, παρούσα, παρόν είναι σύνθετη και αποτελείται από την πρόθεση παρά και τη μετοχή ενεστώτα του ρήματος εἰμί της Αρχαίας (ὤν, οὖσα, ὄν). Στη Νέα Ελληνική δηλώνουμε παρών ή παρούσα όταν κάποιος διαβάζει τα ονόματά μας σε μια σύναξη (π.χ. ο καθηγητής στην τάξη), ενώ το ουδέτερο (παρόν) ως ουσιαστικό αποτελεί τη χρονική βαθμίδα του «τώρα» (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Από επίδραση του ουσιαστικού αυτού (το παρόν) κάποιοι εσφαλμένα χρησιμοποιούν το -ο- και στη φράση έδωσε το «παρών» του.   

κ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ είναι η φράση την οποία λέμε όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι κάτι είναι απολύτως αναγκαίο και ότι χωρίς αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος. Συχνά βλέπουμε κάποιους να γράφουν και να λένε: ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, παραλείποντας την αντωνυμία ὧν που σημαίνει «από τα οποία». Εννοείται ότι χωρίς το ὧν η φράση δεν σημαίνει κάτι, οπότε καλό είναι είτε να μάθουμε να τη λέμε ορθά είτε να μην τη χρησιμοποιούμε καθόλου. Στα Λατινικά η αντίστοιχη φράση, την οποία χρησιμοποιούν πολλοί, είναι: sine qua non. 

Το παρὰ πόδα είναι το στρατιωτικό παράγγελμα για να κατεβεί το όπλο και να τοποθετηθεί πλάι στο πόδι (παρά + αιτιατική: δίπλα). Συχνά αυτό ακούμε να μπερδεύεται με μία άλλη εμπρόθετη έκφραση, το κατὰ πόδας / πόδα, και να αλλάζει σε παρά πόδας. Στο κατὰ πόδας / πόδα έχουμε την αιτιατική του ουσιαστικού ὁ πούς (σε πληθυντικό ή ενικό) και η φράση σημαίνει: πίσω από κάποιον ή σε μικρή απόσταση από αυτόν (ακολουθώ κατὰ πόδας: παίρνω στο κατόπιν). Αντίθετα, στη φράση παρὰ πόδα ορθή είναι η χρήση μόνο του ενικού αριθμού, διότι το όπλο τοποθετείται πλάι στο ένα πόδι (συγκεκριμένα, στο δεξί) και όχι στα δύο πόδια γενικά.       

Ἰδίοις ὄμμασι λέμε όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι κάτι το είδαμε με τα δικά μας (ἴδιος, ἰδία, ἴδιον) μάτια (ὄμμα, ὄμματος) και δεν το πληροφορηθήκαμε από άλλους. Με ανάλογο τρόπο, όμως, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάναμε κάτι με τα δικά μας χέρια, πρέπει να πούμε ἰδίαις χερσί και όχι ἰδίοις, όπως κακώς λένε πολλοί, διότι εδώ έχουμε το θηλυκό ουσιαστικό ἡ χείρ, τῆς χειρός, και συνεπώς χρειάζεται μπροστά θηλυκό επίθετο.    

 

*Φιλόλογος Β.Δ.Α’, Σύμβουλος Φιλολογικών Μαθημάτων στο ΥΠΑΝ, Μ.Α. στην Κλασική Φιλολογία – Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού

Image